ξανακά(μ)νω

ξανακά(μ)νω
μετ. делать заново; делать ещё раз; повторять;

μην το ξανακάνεις! — ты больше этого не делай!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξανακά(μ)νω" в других словарях:

  • ξανακάνω — και ξανακάμνω (Μ ξανακά[μ]νω) κάνω κάτι εκ νέου, επαναλαμβάνω, ξαναδημιουργώ νεοελλ. μεταβάλλω κάποιον ριζικά, φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκτός εαυτού («ήτονε τόσα η μάνητα τού Κρητικού μεγάλη οπού τόν εξανάκαμε τής μάνητας η ζάλη...», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»